Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού – Διάγνωση & Ανταπόκριση στη θεραπεία
Η ανακάλυψη του ελικοβακτηριδίου του πυλωρού το 1982 αποτέλεσε την αρχή μιας επανάστασης σε ότι αφορά στην κατανόηση και στην αντιμετώπιση των νοσημάτων του στομάχου και του δωδεκαδακτύλου. Μετά την αρχική ανακάλυψη και ταυτοποίηση του ελικοβακτηριδίου, πληθώρα εργαστηριακών εξετάσεων αναπτύχθηκαν με σκοπό την ανίχνευση της λοίμωξης από το μικρόβιο.
Οι εξετάσεις αυτές μπορεί να ταξινομηθούν σε επεμβατικές εξετάσεις, που χρειάζονται ενδοσκόπηση και λήψη βιοψιών, και σε μη (ή ελάχιστα) επεμβατικές εξετάσεις, όπως είναι ο ορολογικός έλεγχος, η δοκιμασία αναπνοής και η ανίχνευση αντιγόνου στα κόπρανα.
Η επιλογή της καταλληλότερης εργαστηριακής εξέτασης εξαρτάται από την πιθανότητα της λοίμωξης στον υπό εξέταση πληθυσμό, τα ειδικά χαρακτηριστικά και το κόστος-αποτελεσματικότητα της εξέτασης.
Η γαστροσκόπηση με τη λήψη ιστοτεμαχίων για ιστολογική εξέταση θεωρείται η μέθοδος αναφοράς για την ανίχνευση του ελικοβακτηριδίου του πυλωρού, που επιπρόσθετα προσφέρει σημαντικές πληροφορίες για την κατάσταση του βλεννογόνου όπως την παρουσία οξείας ή χρόνιας φλεγμονής, λεμφοκυτταρικών αθροίσεων, εντερικής μεταπλασίας, και αδενικής ατροφίας.
Στην ίδια κατηγορία των επεμβατικών εξετάσεων ανήκει και η ταχεία δοκιμασία ουρεάσης σε δείγματα βιοψιών από τον γαστρεντερολόγο με πολύ υψηλή ευαισθησία και ειδικότητα για την ανίχνευση του ελικοβακτηριδίου.
Το τεστ αναπνοής της ουρίας ανήκει στις μη επεμβατικές μεθόδους και βασίζεται στη δραστηριότητα του ενζύμου της ουρεάσης που είναι παρούσα στο στομάχι των ασθενών με Ελικοβακτηρίδιο. Ο ασθενής πίνει ένα ειδικό διάλυμα και στη συνέχεια αναλύεται δείγμα της αναπνοής.
Το πλεονέκτημα της εξέτασης είναι ότι με τη χρήση μη ραδιενεργού ουρίας η εξέταση μπορεί να γίνει χωρίς πρόβλημα σε παιδιά και σε εγκύους. Η ευαισθησία και η ειδικότητα κυμαίνεται από 95%-97% εντούτοις τα αποτελέσματα δεν είναι αξιόπιστα όταν ο ασθενής έχει υποβληθεί σε γαστρεκτομή ή όταν λαμβάνει ΡΡΙς ή ρανιτιδίνη.
Η συμβολή του Βιοπαθολογικού Εργαστηρίου:
ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΑΝΤΙΓΟΝΟΥ ΣΤΑ ΚΟΠΡΑΝΑ (HpSA)
Είναι μια εύκολη, μη επεμβατική, οικονομική, εξαιρετικά ακριβής και αξιόπιστη εξέταση για τη διάγνωση, την παρακολούθηση και τον έλεγχο της εκρίζωσης του ελικοβακτηριδίου του πυλωρού. Σύμφωνα με τις Ευρωπαϊκές κατευθυντήριες οδηγίες το μονοκλωνικό τεστ κοπράνων και η δοκιμασία αναπνοής της ουρίας είναι οι προτεινόμενες δοκιμασίες ελέγχου της επιτυχούς ή ανεπιτυχούς θεραπείας εκρίζωσης.
Η ανίχνευση του αντιγόνου στα κόπρανα αποτελεί μια σημαντική επιλογή όταν απαιτείται η χρήση μιας μη επεμβατικής τεχνικής και είναι ιδιαίτερα φιλική σε παιδιά και σε ασθενείς που φοβούνται τις αιμοληψίες. Η δοκιμή όταν χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της εξάλειψης της λοίμωξης είναι πιο ακριβής, όταν γίνεται 4-8 εβδομάδες μετά την ολοκλήρωση της θεραπευτικής αγωγής, μακριά δηλαδή από τη λήψη αντιβιοτικών, αναστολέων της αντλίας πρωτονίων (PPI) ή ανταγωνιστών των Η2-υποδοχέων.
Ορολογικός Έλεγχος
Με τις εξετάσεις αίματος μπορεί να ανιχνευθούν αντισώματα έναντι του ελικοβακτηριδίου. Πλεονέκτημα των ορολογικών εξετάσεων αποτελεί το γεγονός ότι δεν επηρεάζονται από τη λήψη αντιβιοτικών και ΡΡΙς,. Το μειονέκτημα τους είναι ότι δε μπορούν να διακρίνουν μεταξύ ενεργού λοίμωξης και παλαιότερης έκθεσης στο Ελικοβακτηρίδιο.
Τα αντισώματα μπορεί να ανιχνευθούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο αίμα ασθενών μετά την εκριζώση του μικροβίου. Μετά από επιτυχή θεραπεία συνήθως ο τίτλος των ειδικών IgG αντισωμάτων ελαττώνεται, αλλά η καθυστέρηση με την οποία γίνεται η ελάττωση αυτή, αποτρέπει τη γενικευμένη εφαρμογή τους στην παρακολούθηση της ανταπόκρισης μετά από θεραπεία εκρίζωσης.
Tip: Μετά το Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού, ενημερωθείτε σχετικά με τον Έλεγχο Προδιάθεσης Οστεοπόρωσης